ενιαίος

ενιαίος
-α, -ο (AM ἑνιαῑος, -α, -ον)
αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια ενότητα, ο μοναδικός, ο απλός, σε αντιδιαστολή με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία διοίκηση», «ενιαίο μέτωπο», «ενιαία διαχείριση»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνιαῑον
μονάδα, ενότητα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑνιαία
άτομα, ατομικά στοιχεία.
επίρρ...
ενιαίως
κατά τρόπο ενιαίο, που να αποτελεί μιαν ενότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενιαίος — α, ο επίρρ. α που αποτελεί ένα σύνολο, που περιέχεται σε μια ενότητα, μοναδικός, ομοιόμορφος: Ενιαία διοίκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑνιαίων — ἑνιαῖος single fem gen pl ἑνιαῖος single masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνιαίως — ἑνιαῖος single adverbial ἑνιαῖος single masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδας — Ενιαίος τραπεζικός οργανισμός, που συγκροτήθηκε μετά τη συγχώνευση δύο ελληνικών τραπεζών, της Ιονικής και της Λαϊκής. Ειδικότερα, η Ιονική Τράπεζα είχε συσταθεί με θέσπισμα της Γερουσίας στα Επτάνησα (23 Οκτωβρίου 1839) με έδρα την Αγγλία.… …   Dictionary of Greek

  • ἑνιαίαις — ἑνιαῖος single fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνιαίοις — ἑνιαῖος single masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνιαίου — ἑνιαῖος single masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνιαίους — ἑνιαῖος single masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνιαίῳ — ἑνιαῖος single masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”