- ενιαίος
- -α, -ο (AM ἑνιαῑος, -α, -ον)αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια ενότητα, ο μοναδικός, ο απλός, σε αντιδιαστολή με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία διοίκηση», «ενιαίο μέτωπο», «ενιαία διαχείριση»)μσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνιαῑονμονάδα, ενότητααρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑνιαίαάτομα, ατομικά στοιχεία.επίρρ...ενιαίωςκατά τρόπο ενιαίο, που να αποτελεί μιαν ενότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός].
Dictionary of Greek. 2013.